ἄεδνος

English (LSJ)

ἄεδνον,
A undowered, Hsch.
II (a III) = πολύφερνος, Id.

Spanish (DGE)

-ον de rica dote Hsch.
-ον
1 carente de dote, privado de dote Hsch., Eust.937.55.
2 ἄ.· δεινός Hsch.

German (Pape)

[Seite 38] ohne Mitgift, ohne Brautgeschenk, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἄεδνος: -ον, ἄφερνος, ἄνευ προικός, Ἡσύχ., ὅστις ἐξηγεῖ αὐτὸ καὶ διὰ τοῦ πολύφερνος.