3ᵉ sg. impf. de ἄημι.
ἄη: «ἔπνει, ἐφύσα», Ἡσύχ. παρατ. τοῦ ἄημι, Ὀδ. Μ. 325 καὶ Ξ. 458.
ἄη: (или ἄει) эп. 3 л. sing. impf. к ἄημι.
ἄη Hom. ind. imperf. act. 3 sing. van ἄημι.