ἄημι

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄημι Medium diacritics: ἄημι Low diacritics: άημι Capitals: ΑΗΜΙ
Transliteration A: áēmi Transliteration B: aēmi Transliteration C: aimi Beta Code: a)/hmi

English (LSJ)

3sg.
A ἄησι Hes.Op.516, A.Fr.178 A., 3dual ἄητον Il.9.5, 3pl. ἄεισι Hes.Th.875; imper. 3sg. ἀήτω A.R.4.768; inf. ἀῆναι Od.3.183, Ep. ἀήμεναι ib.176; part. ἀείς, ἀέντος, etc., Emp.84.4, Il.5.526, al.: impf. 3sg. ἄη Od.12.325, 14.458:—Pass., 3sg. ἄηται, impf. ἄητο, part. ἀήμενος, v. infr. (ἄϝημι, cf. Skt. vá̄ti 'blows', Lith. vējas 'wind'):—Ep. Verb, prop. breathe hard; hence, blow, of winds, τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον Il.9.5, cf. Od.3.176,183, etc.; οἵ τε νέφεα.. διασκιδνᾶσιν ἀέντες Il.5.526; ἀνέμων.. μένος ὑγρὸν ἀέντων Od.19.440, cf. Hes.Th.869,875:—Pass., to be beaten by the wind, ὑόμενος καὶ ἀήμενος Od.6.131; of sound, to be carried by the wind, A.R.2.81: more freq. metaph., toss, wave to and fro, of the mind in doubt or fear, δίχα θυμὸς ἄητο Il.21.386; περὶ παίδων θυμὸς ἄηται A.R.3.688:—also μαρτύρια ἄηται ἐπ' ἀνθρώπους are wafted to and fro, Pi.I.4(3).9; περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο beauty breathed all about her, h.Cer.276; ἀπὸ κρῆθεν τοῖον ἄητο Hes.Sc.8, cf. Fr.245.
II Act., breathe, διὰ πνευμόνων ὕπνον A.Fr.178A.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ép. pres. inf. ἀήμεναι Od.3.176; impf. 3a sg. ἄη Od.12.325, ἄεν A.R.1.605, 2.1228, med. ἄητο Hes.Sc.8]
I 1en v. act., del viento soplar, Il.9.5, Od.3.176, Hes.Th.869, 875, Emp.B 84.4, Theoc.13.29, Musae.13
mismo sent. en v. med., fig. del θυμός soplar e.d. estar agitado θυμὸς ἄητο Il.21.386, cf. A.R.3.688.
2 en v. med., de abstr. exhalarse, emanar, respirarse τῆς καὶ ἀπὸ κρῆθεν βλεφάρων τ' ... τοῖον ἄηθ' οἷόν τε πολυχρύσου Ἀφροδίτης de su rostro y párpados ... emanaba algo semejante a lo (que emana) de la dorada Afrodita Hes.Sc.8, cf. Fr.43a.74, περί τ' ἀμφί τε κάλλος ἄητο a su alrededor se respiraba belleza, h.Cer.276
en v. act. c. suj. de pers. y ac. int. exhalar, respirar διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον a través de los pulmones respira un sueño caliente e.d. duerme A.Fr.287.
II en v. med.
1 ser azotado por el viento ὥς τε λέων ... ὑόμενος καὶ ἀήμενος de Odiseo Od.6.131.
2 ser llevado por el viento, volar δοῦπος ἄηται A.R.2.81, de una constelación, Arat.313
fig. ὅσσα δ' ἐπ' ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια ... ἀπλέτου δόξας cuantos testimonios de gloria inconmensurable vuelan sobre los hombres Pi.I.3/4.27.
• Etimología: Pres. rad. de la raíz *Hu̯eH1/Hu̯H1soplar’. Del grado pleno procede además de ἄημι (< ἄϝημι < *Hu̯eH1-), ai. vātisoplar’, aaa. wāzansoplar’, lituan. vėsaaire frío’; tb. del grado pleno pero c. conversión en yod del apéndice y articulación geminada (*Hu̯eH1H1-), ai. vāya-ti, gót. waian, aesl. véjǫ; tb. del grado pleno con tratamiento heterosilábico (*e-H1-) y resultado *ē en gr. ἄελλα, que puede ser tb. resultado del grado cero (*°HH°-) con vocalización de H1- en ĕ c. timbre analóg. del grado pleno; del grado cero procede c. vocalización (H > ă) *αϝανέω > ἁνέω y tal vez het. ḫwantešvientos’.

German (Pape)

[Seite 44] FΑ), wehen, vom Winde, praes. ἄησι Hes. O. 514, ἄητον Il. 9, 5; ἀεῖσι (auch ἄεισι geschr,), sie wehen, Hes. Th. 875; infinit. ἀῆναι Od. 3, 183. 10, 25, ἀήμεναι 3, 176 Il. 23, 214, part. ἀέντες Il. 5, 526, gen. ἀέντων Od. 5, 478. 19, 440, impf. ἄη Od. 12, 325. 14, 458, ἄε Ap. Rh. 1, 603. – Med. in gleicher Bdtg mit act., praes. ἄηται Ap. Rh. 2, 81 Arat. 313 u. sp. D.; impf. ἄητο Ap. Rh. 2, 900; übrtr. θυμὸς ἄητο, das Gemüth stürmte, war aufgeregt, Il. 21, 386 (od. vielleicht pass., wurde angefacht); τῆς ἀπὸ κρῆθεν τοῖον ἄηθ' οἷονἈφροδίτης Hes. Sc. 8, solche Schönheit wehte von ihrem Kopfe; H. h. Cer. 276 ἀμφί τε κάλλος ἄητο, es umwehte sie Schönheit – Pass. Od. 6, 131 ὑόμενος καἰ ἀήμενος, durchweht, Pind. I. 3, 27 ὅσσα ἐπ' ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φώτων, werden unter die Menschen geweht.

French (Bailly abrégé)

inf. ἀῆναι, part. ἀείς, ἀέντος;
I. souffler en parl. du vent;
II. Pass.
1 être battu du vent;
2 être comme battu du vent, être agité (de crainte, d'espérance, etc.).
Étymologie: R. ἈϜ souffler ; cf. ἀήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄημι: веять, дуть: (ἄνεμοι), οἵ τε νέφεα διασκιδνᾶσιν ἀέντες Hom. ветры, дуновением (своим) рассеивающие тучи; ὑόμενος καὶ ἀήμενος Hom. омываемый дождем и обвеваемый ветром; δίχα δέ σφιν θυμὸς ἄητο Hom. они не знают, к какой стороне примкнуть (точнее: их души колеблются то туда, то сюда); κάλλος ἄητο HH красотой (как бы) повеяло (от богини Деметры); μαρτύρια ἄηται Pind., ходят противоречивые слухи.

Greek (Liddell-Scott)

ἄημι: γ΄ ἑν. ἄησι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 516. γ΄ δυϊκ. ἄητον (οὐχὶ ἄετον), Ἰλ. Ι. 5. γ΄ πληθ. ἄεισι, Ἡσ. Θ. 875· προστακτ. γ΄ ἑν. ἀήτω, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 768· ἀπαρ. ἀῆναι, Ὀδ. Γ. 183, Ἐπ. ἀήμεναι, αὐτόθι 176· μετοχ. ἀείς, ἀέντος, Ἰλ. Ε. 526· παρατ. γ΄ ἑν. ἄη, Ὀδ. Μ. 325., Ξ. 458 (πρβλ. διάημι), γ΄ πληθ. ἄεσαν, Ἀπολλ. Ρόδ.: ― παθ. γ΄ ἑν. ἄηται, παρατ. ἄητο, μετχ. ἀήμενος, ἴδε κατωτέρ. (Ἐκ √AF (ἀντὶ FA) παράγονται καὶ τὰ ἄω, ἀήτης, αὔρα, (ὅ ἐ. ἄϝρα, ἀήρ, (Αἰολ. αὐὴρ ἢ ἀϝήρ), αὔω, ἰαύω, ἄεσα (ἄω), ἀάζω, ἄζω Β, ἀΐω (ἄημι), ἀΐσθω: ― πρβλ. Σανσκρ. vâ, vâmi, (spiro), vâlas, vâyus (ventus), Λατ. ventus, Γοτθ. vaia (πνέω), vinds (ἄνεμος)· Παλαι. Σκανδιν. vindôr κτλ.) Ἐπ. ῥῆμα = πνέω δυνατά, φυσῶ, ἐπὶ τῶν ἀνέμων· τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον, Ἰλ. Ι. 5, πρβλ. Ὀδ. Γ. 176, 183, κτλ. οἵ τε νέφεα... διασκιδνᾶσιν ἀέντες, Ἰλ. Ε. 526, ἀνέμων... μένος ὑγρὸν ἀέντων, Ὀδ. Τ. 440, πρβλ. Ἡσ. Θ. 871 κἑξ.: ― οἱ παθ. τύποι εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει ἐπὶ ἀκριβῶς παθητικῆς ἐννοίας = δέρομαι, καταπνέομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, ὑόμενος καὶ ἀήμενος, Ὀδ. Ζ. 131· ἀλλὰ κοινότερον ἀπολ. = φέρομαι τῇδε κἀκεῖσε, κυμαίνομαι, ὡσεὶ ὑπὸ ἀνέμου: δίχα θυμὸς ἄητο = ὁ νοῦς αὐτῶν ἐκυμαίνετο τῇδε κἀκεῖσε, ὅ ἐ. διετέλει ἐν ἀμφιβολίᾳ ἢ φόβῳ, Ἰλ. Φ. 386· θυμὸς ἄηται περὶ παίδων, Ἀπολλ. Ρόδ. 3. 688· ἀλλά: μαρτύρια ἄηται ἐπ’ ἀνθρώπους, φέρονται ὡς διὰ τοῦ ἀέρος τῇδε κἀκεῖσε μεταξὺ τῶν ἀνθ. ἀκαταλήπτως, Πινδ. Ἴ. 4, 15· περί τ’ ἀμφί τε κάλλος ἄητο, ὁλόγυρά της ἔπνεε κάλλος, Ruhnk Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 276· οὕτω· ποῖον ἄητο ἀπὸ κρῆθεν, Ἡσ. Ἀσπ. 8.

English (Autenrieth)

(ἄϝημι), 3 du. ἄητον, inf. ἀῆναι, ἀήμεναι, part. ἀέντες, ipf. ἄη, ἄει, pass. ἀήμενος: blow, of wind; (λέων) ὗόμενος καὶ ἀήμενος, ‘buffeted by wind’ and rain, Od. 6.131; met. δίχα... θῦμὸς ἄητο, ‘wavered,’ Il. 21.386.

English (Slater)

ᾱημι blow met. ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φώτων ἀπλέτου δόξας (I. 4.9)

Greek Monotonic

ἄημι: (√ϜΑ, πρβλ. αὔ-ω), γʹ ενικ. ἄησι, γʹ δυϊκ. ἄητον, γʹ πληθ. ἄεισι· απαρ. ἀῆναι, Επικ. ἀήμεναι· μτχ. ἀείς· γʹ ενικ. παρατ. ἄη — Παθ., γʹ ενικ. ἄηται, παρατ. ἄητο, μτχ. ἀήμενος· Επικ. ρήμα = ἄω, πνέω ισχυρά, με σφοδρότητα, φυσώ, λέγεται για ανέμους, σε Όμηρ. — Παθ., δέρνομαι από τον άνεμο· ὑόμενος καὶ ἀήμενος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., κλυδωνίζομαι, ταλαντεύομαι ή κυμαίνομαι, σαν από τον άνεμο· δίχα θυμὸς ἄητο, δηλ. βρισκόταν σε αμφιβολία ή φόβο, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: blow (Il.).
Derivatives: ἀήτη f., ἀήτης m. wind. An innovation will be ἄος πνεῦμα η ἄημα (cod. ἴαμα) H.
Origin: IE [Indo-European] [81] *h₂ueh₁- blow
Etymology: Old IE verb, Skt. vā́-ti blow, Goth. wai-an, OHG wā-jan, wāen, OCS vě-jǫ. Skt. vā́-ta- m. wind from *h₂ueh-nt-o-, Av. vata-; both words often to be read with three syllables, *vaHata-. The same word in Lat. ventus, Goth. winds, Toch. A want; B yente; Hitt. ḫuu̯ant- from *h₂uh₁-ent-. - On ἀετμόν τὸ πνευμα see ἀτμός. See also ἄελλα, αὔρα, ἀήσυρος. Not cognate ἀήρ.

Middle Liddell

= ἄω] [Root ϝα, cf. αὔω]
to breathe hard, blow, of winds, Hom.:—Pass. to be beaten by the wind, ὑόμενος καὶ ἀήμενος Od.: metaph., to toss or wave about, as if by the wind, δίχα θυμὸς ἄητο, i. e. was in doubt or fear, Il.

Frisk Etymology German

ἄημι: {áēmi}
Forms: Zum Formenbestand Schwyzer 680.
Meaning: wehen (ep. poet.).
Derivative: Ableitungen: ἀήτη f., ἀήτης m. Wind, vgl. Leumann Hom. Wörter 268 A. 13; dazu noch die selteneren und ebenfalls poetischen ἄημα, ἄησις. Auf ein t-Suffix geht auch ἀήσυρος luftig, windschnell (poet.) zurück, vgl. aind. vātula- windig. Eine sekundäre Ablautstufe ἀε- (aus ἀϝε-, vgl. unten) liegt wahrscheinlich vor in ἀετμόν· τὸ πνευμα, woraus ἀτμός, s. d.; ebenso in ἄελλα, s. d. Neubildung ἄος· πνεῦμαἄημα (cod. ἴαμα) H. Unverwandt dagegen ἀήρ.
Etymology: ἄημι ist ein altes athematisches Präsens, bis auf ἀ- mit aind. vā́-ti wehen identisch. Vgl. noch die germ. und slav. Wörter für wehen, got. wai-an, ahd. -jan, wāen, aksl. -. Neben der griechischen Ableitung auf -- in ἀήτη steht im Indoiranischen ein Substantiv auf -to-, aind. vā́-ta- m. Wind. Dafür bieten mehrere Sprachen eine (urspr. partizipiale?) Bildung auf -nt(o)- wie lat. ventus, got. winds, toch. A want, heth. ḫuu̯ant- Wind mit anlautendem Laryngal (= ἀ- in ἄημι?). Näheres bei Solmsen Unt. 270ff., Persson Beiträge 7ff. mit teilweise unsicheren Verknüpfungen, Pok. 81ff.
Page 1,26-27