ἄθαμβος
English (LSJ)
ἄθαμβον, imperturbable, Id.216.
Spanish (DGE)
-ον imperturbable σοφίη Democr.B 216, cf. Hsch.s.u. ἀθαμβής.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθαμβος: -ον, = ἄφοβος, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 38. 39.
ἄθαμβον, imperturbable, Id.216.
-ον imperturbable σοφίη Democr.B 216, cf. Hsch.s.u. ἀθαμβής.
ἄθαμβος: -ον, = ἄφοβος, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 38. 39.