ἄκλῃστος

English (LSJ)

v. sub ἄκλειστος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): jón. ἀκλήιστος Call.Fr.231, Nonn.D.20.282, át. ἄκλειστος X.Cyr.7.5.25, Nic.Al.20, Nic.Dam.70
no cerrado con llave o cerrojo θύρας ἔχων ἀκλῄστους E.IA 340, δώματα E.Andr.593, cf. Call.Fr.231, X.l.c., δόμος ἀκλήιστος Λυκοόργου Nonn.l.c.
no cerrado (con una cadena) ἀφύλακτος καὶ ἄκλῃστος λιμήν Th.2.93
fig. στόμα Nic.Al.20.

German (Pape)

[Seite 74] att. für ἄκλειστος, Eur. Andr. 583 Iph. A. 329; Thuc. 2, 93.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἄκλειστος.

Russian (Dvoretsky)

ἄκλῃστος: стяж. = ἄκλειστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλῃστος: ἴδε ἐν λέξ. ἄκλειστος.

Greek Monotonic

ἄκλῃστος: Αττ. αντί ἄκλειστος.

English (Woodhouse)

(see also: ἄκλειστος) unlocked

Lexicon Thucydideum

non clausus, not confined, 2.93.1, (de Piraeo concerning the Piraeus) [vulgo commonly ἄκλειστος].