ἀκλήιστος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλήιστος Medium diacritics: ἀκλήιστος Low diacritics: ακλήιστος Capitals: ΑΚΛΗΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aklḗistos Transliteration B: aklēistos Transliteration C: akliistos Beta Code: a)klh/istos

English (LSJ)

ἀκλήιστον, v. ἄκλειστος.

Spanish (DGE)

v. ἄκλῃστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλήιστος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἄκλειστος. ΙΙ. (κλείζω), ἀνώνυμος, ἄδοξος, Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

(I)
ἀκλήιστος, -ον (Α)
άκλειστος.
(II)
ἀκλήιστος, -ον (Α) κληίζω
ο δίχως φήμη, άδοξος.