ἄκομπος
English (LSJ)
v. ἀκόμπαστος.
Spanish (DGE)
-ον
que no se jacta, ἀνήρ A.Th.554, ἄκομπα ἀλοιδόρητα sin jactancias ni insultos S.Fr.210.10 (ap.crít.).
German (Pape)
[Seite 76] ohne Prahlerei, Aesch. Spt. 536.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
v. ἀκόμπαστος.
Greek Monolingual
(I)
ἄκομπος, -ον (Α) κόμπος Ι]
ο ακόμπαστος.
(II)
-η, -ο κόμπος ΙΙ]
αυτός που δεν έχει κόμπους.
Greek Monotonic
ἄκομπος: -ον, αυτός που δεν επαίρεται, που δεν κομπάζει, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκομπος: Aesch. = ἀκόμπαστος.
Middle Liddell
not boasting, Aesch.