ἄκουσα

French (Bailly abrégé)

1fém. de ἄκων².
2ao. poét. de ἀκούω.

Greek Monotonic

ἄκουσα: Επικ. αντί ἤκουσα, αόρ. αʹ του ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουσα:
I (ᾱκ) f к ἄκων II.
II (ᾰκ, дор. ᾱκ) эп. aor. к ἀκούω.