1fém. de ἄκων².2ao. poét. de ἀκούω.
ἄκουσα: Επικ. αντί ἤκουσα, αόρ. αʹ του ἀκούω.
ἄκουσα:I (ᾱκ) f к ἄκων II.II (ᾰκ, дор. ᾱκ) эп. aor. к ἀκούω.