ἄκων
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
(A), [ᾰ], -οντος, ὁ, (ἀκή A) javelin, dart, smaller and lighter than ἔγχος, Il.15.709, Od.14.531, al., Pi.P.9.20, E.Ph.1402, etc.; in later Prose, Eratosth. Cat.33, Aristid.Or.26(14).84, Artem.1.57, Ant.Lib. 41.5.
(B), [ᾱ], ἄκουσα, ἆκον, Att. contr. for ἀέκων, q.v.
Spanish (DGE)
ἄκουσα, ἆκον
• Alolema(s): jón. ép. ἀέκων; v. tb. ἀέκασσα
• Prosodia: [ᾱ-]
I 1gener. de pers. forzado, contra su voluntad, de mal grado τὼ δ' ἀέκοντε βάτην Il.1.327, μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467, βίῃ δ' ἀέκουσαν ἀνάγκῃ ἄνδρες ληϊστῆρες ἀπήγαγον h.Cer.124, ἐμίγη οἱ ἀεκούσῃ Hdt.2.131, νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον Pi.N.4.21, παρ' ἄκοντος λαμβάνειν Lys.21.11, ὅστις ... ἀνδράποδον ἐξάγει εἴτε ἆκον εἴτε ἑκόν IG 11(4).1296.3 (III a.C.), cf. Theoc.27.35, Plb.2.51.6, A.R.2.488, 4.799, IG 12(3).174.25 (Astipalea I a.C.), LXX Ib.14.17, Nonn.D.15.385, 48.762, Musae.226
•en gen. abs. ἀέκοντος ἐμεῖο contra mi voluntad, no queriéndolo yo, Il.1.301, ἄκοντος Διός A.Pr.771, ἀκόντων Ἀραβίων Hdt.3.88, cf. IG 13.61.23 (V a.C.)
•de cosas no deseado, forzado πρᾶγμα S.OC 977, κακά S.OT 1230, λέκτρον A.Supp.39.
2 que obra involuntariamente, sin querer εἴ περ ... τίς τε ... ὁδίτης κινήσῃ ἀέκων si algún caminante las excita (a las avispas) sin querer, Il.16.264, ἐάν ... κτείνῃ Sol.Lg.5a, 5b, cf. 19a, 20, φονεύσας Hdt.1.35, ἔγημα S.OC 987, ἔδρασα Ar.V.1002, ἐξήμαρτέ τις ἄκων D.18.274, cf. Arist.EN 1110b22, ἄκουσαν κακὴν γενέσθαι Plu.2.247a.
II adv. ἄκως
1 contra su voluntad ὁμολογεῖν Pl.Prt.333b, οὐκ ἀ. ... ἐπείσθησαν X.HG 4.8.5.
2 involuntariamente κακὰ ἐργάζεσθαι Pl.Hp.Mi.374d. < ἄκων ἀκώνητος > ἄκων, -οντος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
jabalina, lanza arrojadiza, Il.15.709, Od.14.531, Callin.1.14, Pi.P.9.20, B.18.49, E.Ph.1402, Stesich.2b, Theoc.Ep.2.3, Eratosth.Cat.33, Aristid.Or.26.84, anón. mit. en PRain.1.17.9, Nonn.D.18.172.
• Etimología: De una raíz *H3°Hi̯-k- que según los distintos grados vocálicos y las distintas posibilidades de silabación presenta los siguientes grupos de resultados: 1) *ak- en gr. ἄκων, ἀκή, ἀκίς, ἀκμή etc., cf. ai. aśman- ‘piedra’, lituan. akmuõ ‘piedra’, etc., de la silabación *H3°Hi̯2k-. 2) *aik- en gr. αἰχμή, aprus. aysmis ‘asador’ de *H3°Hi̯°k-. 3) *ik- en gr. ἰκτέα, ἴκταρ, ἰκμαμένος, cf. av. išar- ‘ahora mismo’ de *H3Hi̯2°k-. 4) *ok- en gr. ὄκρις, ὀξύς, lat. ocris, etc. de *H3e-Hi̯2k-. 5) *āk en lat. acer, gr. ἠκή, apers. ās ‘piedra de molino’ de *H3eHi̯2-k-.
German (Pape)
[Seite 87] ουσα, ον, zsgz. aus ἀέκων, w. z. vgl., att. Form, wider Willen, unfreiwillig, gezwungen. Hom. oft uncontr. ἀέκων; contr. nur in der Vbdg τὼδ' οὐκ ἄκοντε πετέσθην, nicht ungerne, homerisch = sehr gerne, rasch, willig, Iliad. 5, 366. 768. 8, 45. 10. 530. 11, 281. 519. 22, 400 Od. 3, 484. 494. 15. 192. Von Aeschyl. an häufig; auch von Sachen, wie ἀκούσιος, Soph. O. C. 240. 981; bes. häufig in der Antithese mit ἑκών. Beim Todschlag steht es dem ἐξ ἐπιβουλῆς entgegen, unvorsätzlich, Plat. Hipp. min. 570 e. οντος, ὁ (ἀκή), Wurfspieß, Hom. oft, nirgends nom. sing., ὀξὺν ἄ. Iliad. 10, 335, ἄ. ἐύξεστοι Od. 14, 225; ἄκοντες ἀντίοι ἀίσσουσι Iliad. 17, 661, βάλε ἄκοντι Iliad. 20, 413, ἔβλητο ἄκοντι Iliad. 12, 306, ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Iliad. 14, 455; ἰὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων Iliad. 11, 364, ὀιστῶν τε ῥοῖζον καὶ δοῦπον ἀκόντων 16, 361, οὐδ' ἄρα τοί γε τόξων ἀικὰς ἀμφὶς μένον οὐδέ τ' ἀκόντων Iliad. 15, 709; ἕρκος ἀκόντων, Schutz gegen die Wurfspieße, Iliad. 4, 137; ἐπιστάμενος ἄκοντι verstehe βάλλειν, kundig des Speerwerfens, Iliad. 15, 282; ὀξὺν ἄκοντα κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν Od. 14, 531; – θοός Pind. N. 10, 69, χαλκοπάρᾳος 7, 71, βραχυσίδαρος 3, 43, χάλκεος p. 9, 20; auch sp. D. Von Tragg. nur Eur. Phoen. 1402 Rhes. 370.
French (Bailly abrégé)
1οντος (ὁ) :
javelot.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu ; cf. ἀκωκή.
2ουσα, ον ; gén. οντος, ούσης, οντος;
contr. p. ἀέκων;
I. en parl. de pers.
1 qui refuse, qui ne consent pas : ἄκοντος Διός ESCHL malgré Zeus;
2 que l'on contraint ; qui agit malgré soi, contraint, forcé;
3 qui fait qch involontairement, par mégarde;
II. involontaire.
Étymologie: ἀ, ἑκών.
Russian (Dvoretsky)
ἄκων: ἄκουσα, ἆκον (ᾱ), нестяж. ἀ-έκων, ουσα, ον
1 нежелающий, вынужденный: ἄκοντός (ἀέκοντός) τινος Hom., Aesch., Plut. против чьей-л. воли, вопреки кому-л.; ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ Hom. согласившись против воли; πάρειμι ἄ. οὐχ ἑκοῦσιν (pl. = sing.) Soph. я здесь против своей воли, да и против твоей;
2 невольный, непреднамеренный (ἔργον, πρᾶγμα Soph.): κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκοντα Soph. сознательно причиненные самому себе (точнее вполне добровольные) бедствия; ὁ ἄ. ψευδόμενος Plat. обманывающий без умысла.
οντος ὁ (ᾰ) метательное копье, дротик Hom., Pind., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκων: [ᾰ], οντος, ὁ, (ἀκὴ Ι) ἀκόντιον, σμικρότερον καὶ ἐλαφρότερον τοῦ ἔγχους, Ἰλ. Ο. 709, Ὀδ. Ξ. 531, καὶ ἀλλ., Πινδ. Π. 9. 37, Εὐρ. Φοίν. 1402, κτλ.
English (Autenrieth)
see ἀέκων.
οντος (root ακ): javelin, dart.
-ουσα (ϝεκών): unwilling, reluctant; ‘unintentionally,’ Il. 16.264, βιῃ ἀέκοντα, ‘by force against my will,’ Il. 15.186 ; σὲ βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα, Od. 4.646; cf. Il. 1.430.
English (Slater)
ᾰκων (-οντι, -οντ(α); -όντεσσιν)
1 javelin, shaft.
a lit. ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν (O. 10.71) “οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαι” (P. 4.148) ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) (P. 9.20) χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων (N. 3.45) ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (N. 7.71) ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.69)
b met. of poetry. cf. (N. 7.71) ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (O. 13.93) ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω (P. 1.44) μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and ἑκών; unwilling: against the will.
English (Thayer)
ἄκουσα, ἄκον (contracted from ἀέκων, alpha privative and ἕκων willing), not of one's own will, unwilling: 1 Corinthians 9:17. (Very frequent among the Greeks.)
Greek Monolingual
(I)
ἄκων (-οντος), ο (Α)
είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. ak- «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με -ν-
πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη, καθώς και τα: λατ. agna «στάχυ», σανσκρ. asani- «αιχμή βέλους», γοτθ. ahana «άχυρο».
ΠΑΡ. ακόντιο, ακοντίζω
αρχ.
ἀκοντίας, ἀκοντί.
ΣΥΝΘ. ἀκοντοβόλος, ἀκοντοδόκος, ἀκοντοφόρος. Για περισσότερα βλ. λήμμα ακ-].
(II)
-ουσα, -ον (Α ἄκων και ἀέκων) ή
αυτός που κάνει ή παθαίνει κάτι παρά τη θέλησή του, αναγκαστικά
νεοελλ.
φρ. «εκών-άκων», θέλοντας και μη, αναγκαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέκων < ἀ- στερ. + ἑκών.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκόντως.
Greek Monotonic
ἄκων: [ᾱ], ἄκουσα, ἆκον, Αττ. συνηρ. αντί ἀέκων.
• ἄκων: [ᾰ], -οντος, ὁ (ἀκή I), ακόντιο αγώνων, κοντάρι, σε Όμηρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
-οντος
Grammatical information: m.
Meaning: javelin, dart (Il.).
Derivatives: ἀκοντίας m. kind of snake, meteor (for its rapidity; Nic.), ἀκοντίλος m. = ἀκοντίας (H.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [18] *h₂eḱ- sharp
Etymology: ἄκων is considered an n-derivative of the root in ἀκ-ή etc. But there is no proof for this, as ἄκαινα (q.v.) must not be a derivation of the stem of ἄκων. - From other languages cf.: Skt. aśáni- point of an arrow, Lat. agna ear (of corn), Germ., e.g. Goth. ahana chaff, ON ǫgn, pl. agnar id.
Middle Liddell
[ἀκή 1]
a javelin, dart, Hom., etc.
Frisk Etymology German
ἄκων: -οντος (für älteres *-ονος)
{ákōn}
Grammar: m.
Meaning: Wurfspieß, Wurflanze (poet. seit Il., späte Prosa, vgl. Trümpy Fachausdrücke 52ff.).
Derivative: Auf ἄκων fußen mehrere Nomina: Demin. ἀκόντιον (h. Merc. 460, Hdt., Pl. usw.), ἀκοντίας m. Schlangenart, Meteor (wegen der Schnelle; Nik., Plin. u. a.), ἀκοντίλος m. = ἀκοντίας (H., EM). Ferner das Verb ἀκοντίζω einen Wurfspieß schleudern (seit Il., vgl. Trümpy 108f.) mit mehreren Verbalnomina: 1. ἀκοντιστύς Speerkampf (Il., zur Bedeutung s. Benveniste Noms d'agent 70); 2. ἀκόντισις Speerwerfen (X.); 3. ἀκοντισμός Speerwerfen, Wurf (X., Str., Arr. u. a.); zum Verhältnis von ἀκόντισις und ἀκοντισμός (-μός konkreter gefärbt) s. Holt Les noms d'action en -σις 133f., Glotta 27, 182ff.; 4. ἀκόντισμα Wurfweite (X.), Wurfspieß (Str., Plu. u. a.); 5. ἀκοντισία = ἀκόντισις (SIG 1060, 1062), vgl. Chantraine Formation 86. — Nomina agentis: ἀκοντιστής m. (Il. usw.), vgl. Schwyzer 500α; ἀκοντιστήρ ib. (E.), wohl Neubildung, vgl. Chantraine 325. Bei Opp. und Nonnos auch als Adj. gebraucht; über ἀκοντιστήρ im Sinn von Springbrunnen Zingerle Glotta 19, 72f. — ἀκοντιστήριον Wurfmaschme (Agath.). — ἀκοντιστικός zum Speerwerfen gehörig (Pl., X. u. a.).
Etymology: ἄκων ist eine n-Ableitung des in ἀκή usw. vorliegenden Elements; vgl. insbesondere ἀκόνη, ἄκαινα, ἄκανος, ἄκανθα. Aus anderen Sprachen: aind. aśáni- Pfeilspitze, lat. agna Ähre, germ., z. B. got. ahana Spreu, awno. ǫgn, pl. agnar Spreu.
Page 1,62
Chinese
原文音譯:¥kwn 阿-寬
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-出於 所是
字義溯源:不願意,非自願的,不甘心;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἑκών)*=自願的)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 不甘心(1) 林前9:17
English (Woodhouse)
involuntary, unwilling, unwillingly, not intending, under protest, unintending
Lexicon Thucydideum
invitus, unwilling, 2.89.3, 2.90.1. 2.90.3. 3.11.3. 3.37.2, 3.40.1. 3.63.2. 3.64.3, 4.30.2. 4.87.2, 5.7.2. 5.98.1. 6.25.2. 6.34.6, 6.69.1. 6.87.4. 7.57.1. 7.9.1, [alii leg. others read ἑκόντας]
gen. absol. genitive absolute 3.95.1, 4.78.4, 4.78.44.83.6, 7.86.2, 8.3.1.