ἄκουσις

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,
A hearing, Arist.de An.426a1. al., Phld.Rh.2.90S.
2 in plural, = ἀκουσμάτια, Plot.4.1.12.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de oír def. como ἡ κατ' ἐνέργειαν ἀκοή Arist.de An.426a1, junto a ὅρασις Arist.Sens.439a16, Phld.Rh.2.90.
2 en plu. cosas que se oyen τὰς μὲν αἰσθητὰς ἀκούσεις ἀφέντα Plot.5.1.12.

German (Pape)

ἡ, das Hören, von Thom.Mag. als unatt. bezeichnet, Arist. anim.3.2; Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἄκουσις: εως ἡ слуховое восприятие, слышание (ἀκοὴ ἢ ἄ. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκουσις: [ᾰ], εως, ἡ, τὸ ἀκούειν, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 3. 2, 5.

Greek Monolingual

ἄκουσις (-εως), η (Α)
1. ακρόαση
2. στον πληθ. αἱ ἀκούσεις
τα ἀκουσμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκούσιμος.