ἄλευαι

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao. Moy. de ἀλεύω.

Greek Monotonic

ἄλευαι: Επικ. αόρ. αʹ προστ. του ἀλέομαι· ἀλεύατο, Επικ. γʹ ενικ. οριστ.