ἀλεύω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεύω Medium diacritics: ἀλεύω Low diacritics: αλεύω Capitals: ΑΛΕΥΩ
Transliteration A: aleúō Transliteration B: aleuō Transliteration C: aleyo Beta Code: a)leu/w

English (LSJ)

used rarely by Trag. in lyr. passages as Act. of ἀλεύομαι (v. ἀλέομαι), remove, keep far away, imper. ἄλευ' ἆ Δᾶ A.Fr.567: fut. ἀλεύσω S.Fr.993: aor. imper., ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν A.Supp.528, cf. Th.141; ἰὼ θεοὶ.. κακὸν ἀλεύσατε ib.87.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gener. v. med.; jón. pres. ἀλεῦμαι Thgn.575, ἀλευμένη Semon.8.61; aor. ind. ἠλεύατο Il.17.305, act. imperat. ἄλευσον A.Supp.528; formas sin υ: pres. ind. ἀλέονται AP 9.516 (Crin.), subj. ἀλέηται Call.Cer.22; aor. inf. ἀλέασθαι Il.13.436, imperat. ἀλέασθε Od.4.774]
I v. med.
1 tema de pres. guardarse de, tratar de librarse de, tratar de escapar a, evitar ἔγχεα δ' ἀλλήλων ἀλεώμεθα Il.6.226, Διὸς μῆνιν Il.5.34, ἀσβόλην ἀλευμένη para evitar el hollín Semon.8.61, τὸν ἐχθρόν Thgn.575, ἀθανάτων μῆνιν Thgn.750, διχόμηνον Max.297, κύνας AP 9.516 (Crin.), ἵνα καί τις ὑπερβασίας ἀλέηται para que se guarde uno de los excesos Call.Cer.22, cf. abs. ὁ δ' ἀλεύεται pero ésta (el águila) se guarda (de la serpiente), Nic.Th.455, cf. Trag.Adesp.705.10.
2 tema de aor. escapar, librarse de, rehuir, evitar ἔγχος Il.17.305, 22.285, βέλος Od.20.305, μύθους ... ὑπερφιάλους Od.4.774, νῆσον Od.12.269, ὅς με θεοὺς κέλεαι ἢ δειδίμεν ἢ ἀλέασθαι (debes estar loco) porque me mandas o temer o evitar la ira de los dioses, Od.9.274, ἐπισπορίην ἀλεύω = evitar una segunda siembra Hes.Op.446, cf. 780, 798, ἀ. βασιληίδος ὄμματα κούρης A.R.3.886, δυσμενέων ... ὕβριν IG 22.4262, χεῖρα AP 16.189, παρθενικήν Max.116
abs. salvarse, librarse τὸν μὲν ἀλευάμενον, τὸν δὲ κτάμενον Il.5.28, οὔτε ... φυγέειν ... οὔτε ἀλέασθαι Il.13.436, cf. Od.4.396
retirarse, alejarse νόσφιν γὰρ ἀλευάμενοι A.R.1.91, cf. 4.474.
II act.
1 apartar, librar de, preservar de c. ac. abstr. y gen. ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν A.Supp.528, κακόν A.Th.88
abs. en invocaciones a los dioses proteger Κύπρις ... ἄλευσον A.Th.141, ἄλευ', ἆ δᾶ A.Pr.567, cf. S.Fr.269d.17, 993, ἄλευ' ἀπὸ μείζονος ἀνδρός Diogenian.1.2.56.
2 ἀλεῦσαι· ἀδοξῆσαι Hsch.
• Etimología: Cf. ἀλάομαι.

French (Bailly abrégé)

ao. ἤλευσα;
repousser, éloigner, écarter.
Étymologie: p. *ἀλέϜω ; cf. ἀλέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεύω [~ ἀλάομαι ?] op afstand houden, afweren, afwenden, met acc.: γένει σῷ ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν (Zeus), houd de brutaliteit van de mensen voor uw geslacht op afstand Aeschl. Suppl. 528.

German (Pape)

(W. *Ἀλυ, mit Guna *Ἀλαυ, mit Umlaut *Ἀλευ das Υ ausgestoßen *Ἀλε, vgl. ΧΥ, κέχυκα, κέχυμαι, ἐχύθην, χύσις, χεύω, ἔχευα, χέω, ἔχεα; verwandt ἀλύσκω, ἀλυσκάζω, ἀλύω, ἀλεείνω, ἀλέη, ἄλη, ἀλάομαι); abwenden, bes. Unheil, Aesch. ἄλευ' ὦ δᾶ Prom. 567, wo auch ἀλεῦ, zsg. aus ἀλέου geschrieben wird; θεοὶ ἀλεύσατε κακόν Spt. 87, absol. ἄλευσον 128; ὕβριν Suppl. 523; Soph. nach B.A. 383 ἀλεύσω ἀντὶ τοῦ φυλάξω. – Häufiger med., vermeiden, praes. ἀλέομαι in der Form ἀλεῦμαι Theogn. 575; ἀλεύμενος Simonds. mul. 61; ἀποτροπάδην ἀλέονται Opp. Hal. 5.432; ἀλευόμενοι Hes. O. 553, ἀλευομένης Ap.Rh. 4.474; vgl. Mus. 36, Ep.adesp. 614 (VII.564); – bei Hom. wohl nur aor. ἀλεύασθαι und ἀλέασθαι; ἀλεύαντο Od. 22.260, ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν mehrmals, z.B. Il. 3.360, augmentiert in dem öfters gebrauchten Versende ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος z.B. Il. 13.184, ἠλεύατο φαίδίμος Ἕκτωρ 22.274; ἀλευάμενος δόρυ 20.281; ἀλεύαμενος μῆνιν 5.444, χόλον 15.223; dem κτάμενος entgegengesetzt 5.28; ἀλέασθαι 13.436, mit folg. inf. 28.340, 605, νῆσον ἀλεύασθαι Od. 12.269, 274, φθόγγον 159; Imperativ. ἄλευαι Il. 22.285, ἀλέασθε μύθους Od. 4.774; Optat. ἀλέαιτο neben ὑπεκφύγοι 20.368, ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο Il. 20.147; Conj. ὄφρα ἀλεύεται Od. 14.400, und so ist auch wohl Od. 24.29 zu nehmen, τὴν οὔ τις ἀλεύεται ὅς κε γένηται, homerisch für οὔ τις ἂν ἀλεύαιτο, konjunkt. = optat. potent.; ἀλέηται 4.396, ἀλεώμεθα Il. 5.34, 6.528; doch können diese Formen auch praes. sein, vgl. ἔκτ' ἀλέοντο Il. 18.586; – Hes. O. 502, 796 Ap.Rh. und andere ap. D. ἀλεύασθαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεύω: (ᾰ) тж. med. отражать, отбивать, отвращать (ἔγχος, κῆρα μέλαιναν Hom.): Σειρήνων φθόγγον ἀλεύασθαι Hom. уберечься от голоса Сирен; ὄφρα καὶ ἄλλος ἀλεύεται ἠπεροπεύειν Hom. чтобы и другому неповадно было обманывать.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεύω: σπανίως ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. ἐν λυρ. χωρίοις ὡς τὸ ἐνεργητ. τοῦ ἀλεύομαι (ἴδε ἐν λέξ. ἀλέομαι), ἀπομακρύνω, ἀπωθῶ, Λατ. averruncor˙ συγκεκομ. προστ. ἄλευ ἀντὶ ἄλευε, Αἰσχύλ. Πρ. 568: μέλλ. ἀλεύσω, Σοφ. Ἀποσπ. 825: ἀόρ. προστ. ἄλευσον ἀνδρῶν ὕβριν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 528˙ πρβλ. Θηβ. 141˙ ἰὼ θεοί... κακὸν ἀλεύσατε, αὐτόθι 87.

Greek Monolingual

ἀλεύω)
απομακρύνω, απωθώ, αποτρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. με σπάνια χρήση (απαντά στα λυρικά μέρη της τραγωδίας), συγγενής ετυμολογικά με το ρ. ἀλέομαι].

Greek Monotonic

ἀλεύω: απομακρύνω, απωθώ, κρατώ μακριά· προστ. αορ. αʹ ἄλευσον ὕβριν, σε Αισχύλ.· κακὸν ἀλεύσατε, στον ίδ.· απόλ. σε ενεστ. ἄλευ, αντί ἄλευε, απόφευγε, αποστρέψου το κακό, στον ίδ. — Μέσ. ἀλεύομαι, βλ. ἀλέομαι.

Middle Liddell

to remove, keep away; aor1 imperat., ἄλευσον ὕβριν Aesch.; κακὸν ἀλεύσατε Aesch.: absol. in pres. ἄλευ, for ἄλευε, avert the evil, Aesch.:—Mid., ἀλεύομαι, v. ἀλέομαι.