ἄμιξος

English (LSJ)

ἄμιξον, = ἄμικτος, πυρός PLond.2.256(a)ΙΙ.

Spanish (DGE)

-ον
puro, limpio, sin mezcla πυροῦ ... ἀδ[ό] λου ἀμίξου κεκ[ο] σκ[ι] νευμένου PLond.2.256(a).11 (I a.C.).