ἄμμινος

English (LSJ)

η, ον, = ψάμμινος, sandy, νῆσοι Peripl.M.Rubr.4.

Spanish (DGE)

-η, -ον
arenoso νῆσοι Peripl.M.Rubri 4
subst. τὰ ἄ. arenales, SB 7644.10 (III a.C.), PRyl.127.4 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 125] sandig, Arr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμινος: -η, -ον, = ψάμμινος, ἀμμώδης, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. σελ. 145.

Greek Monolingual

ἄμμινος, -η, -ον (Α) ἄμμος
από άμμο, αμμώδης.