ἄνιδρος

English (LSJ)

ἄνιδρον, v. ἀνίδρως.

Spanish (DGE)

v. ἀνίδρως.

German (Pape)

[Seite 236] (ἰδρώς), ohne Schweiß, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιδρος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀνίδρως.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄνιδρος, -ον)
ανίδρως.