ανίδρως

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

Greek Monolingual

ἀνίδρως, -ων (Α)
αυτός που δεν ιδρώνει, ο δίχως ιδρώτα, ανίδρωτος.