ἄντηχος

English (LSJ)

ἄντηχον, sounding in response, ἁρμονία Ph.1.312, 2.485.

Spanish (DGE)

-ον
que suena como respuesta, ἁρμονία Ph.1.312, μέλος Ph.2.485.

German (Pape)

[Seite 248] wiederhallend, Philo.

Greek Monolingual

ἄντηχος, -ον (Α)
αυτός που δίνει απάντηση, που ανταποκρίνεται σε κάποιον ήχο.