ἄνῠτο: Δωρ. αντί ἤνυτο = ἠνύετο, γʹ ενικ. Παθ. παρατ. του ἀνύω.
ἄνῠτο: (ᾱ) дор. Theocr. 3 л. sing. impf. pass. к ἄνυμι.