ἄξιφος

English (LSJ)

ἄξιφον, without sword, Lyc.50, A.D.Synt.187.10. Adv. ἀξιφεί Hdn.Epim.257.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene espada ἐξηνάριξεν ὅν ποτ' ἀξίφῳ δόλῳ Lyc.50, cf. A.D.Synt.187.10.

German (Pape)

[Seite 271] ohne Schwert, δόλος Lycophr. 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἄξῐφος: -ον, ὁ ἄνευ ξίφους, Λυκ. 50. ― Ἐπίρρ. ἀξιφεὶ Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257.

Greek Monolingual

ἄξιφος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ξίφος.