ἄπαικτος

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαικτος: -ον, (παίζω) ὁ μὴ παικτός, ὁ μὴ κατάλληλος εἰς ἀστεïσμούς, «εἰ μὴ ἑκόντες μεθύομεν καὶ παίζομεν τὰ ἄπαικτα» Εὐστ. ἐν τῇ Nova Coll. Vatic. τ. 7. σ. 285, 6, Β.