παικτός
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
German (Pape)
[Seite 442] gescherzt, scherzweis, scherzhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παικτός: -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, ἁρμόδιος πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
παικτός, -ή, -όν (ΑΜ) παίζω
1. αυτός με τον οποίο μπορεί να παίξει κάποιος, αυτός που μπορεί να γίνεται αντικείμενο αστεϊσμού
2. παροιμ. φρ. «παίζει ἐν οὐ παικτοῖς»
α) γελοιοποιεί τα πολύ σοβαρά
β) παραγνωρίζει τον κίνδυνο που διατρέχει, παίρνει επιπόλαια κάτι το πολύ επικίνδυνο.