ἄπαρχος

English (LSJ)

ὁ, f.l. for ἔπαρχος, A.Pers.327.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jefe Κιλίκων A.Pers.327, νεῶν A.A.1227.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Heerführer, Aesch. Pers. 319. Einige lesen ἔπαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαρχος: ὁ, ἴδε ἐν λ. ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ἄπαρχος, ο (Α)
ο έπαρχος.

Greek Monotonic

ἄπαρχος: ὁ, = ἔπαρχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἔπαρχος, Aesch.]