ἄπληγος

English (LSJ)

ἄπληγον, (πληγή) not smitten with disease, etc., PMag.Par. 1.1063.

Spanish (DGE)

-ον
no apaleado μενῶ ἄπληγος me libraré de la paliza, Vit.Aesop.W.57, cf. PRein.92.11 (IV d.C.)
como oxímoron ἄ. πληγή Ephr.Syr.3.468B
fig. no atacado por la enfermedad PMag.4.1063.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπληγος: -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ πνεύμων ὥσπερ στρῶμα ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.