ἄσακτος
English (LSJ)
ἄσακτον, (σάττω) not trodden down, γῆ X.Oec.19.11.
Spanish (DGE)
-ον no hollado γῆ X.Oec.19.11.
German (Pape)
[Seite 368] nicht fest getreten, locker, Xen. Oec. 19, 11, γῆ.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἄσακτος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει πατηθεί («ἄσακτος γῆ» — αφράτο χώμα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + σακτός < σάττω «συμπιέζω, πατώ»].
Greek Monotonic
ἄσακτος: -ον (σάττω), αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄσακτος: неутоптанный, рыхлый (γῆ Xen.).