πατώ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Greek Monolingual
και πατάω / πατῶ, -έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ
1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν», Σοφ.)
2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν... πατήσαντες», Ηλιόδ.)
3. πιέζω με τα πόδια, εκθλίβω, στίβω (α. «πατήσαμε τα σταφύλια» β. «πατεῖ τὸν ληνὸν τοῦ οἴνου», ΚΔ)
4. (για οχήματα) φέρω τους τροχούς, έρχομαι, κινούμαι κάπου, μού είναι κάποιο μέρος προσιτό (α. «δεν πατούσε αυτοκίνητο εκεί» β. «τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι», Καλλ.)
5. μτφ. καταπατώ, περιφρονώ, καταφρονώ (α. «δεν πατώ τον όρκο μου» β. «τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν», Σοφ.)
6. βαδίζω, περπατώ σε έναν τόπο, συχνάζω
(α. «δεν πατιέται αυτή η κορυφή από άνθρωπο» β. «Λῆμνον πατῶν», Σοφ.)
νεοελλ.
1. έχω ή βάζω τα πόδια μου σε ένα σημείο του εδάφους
2. στηρίζω, ακουμπώ τα πόδια μου στη γη («δεν μπορώ να πατήσω»)
3. πατώνω, ακουμπώ τα πόδια στον πυθμένα
4. (για πράγμα) εφαρμόζω τελείως πάνω στο δάπεδο («το τραπέζι δεν πατάει παντού»)
5. περπατώ γρήγορα, βαδίζω γοργά («πάτα για να προφτάσουμε το αυτοκίνητο»)
6. πιέζω κάτι με τα πόδια ή με άλλο μέσο, πατικώνω, στοιβάζω («πάτησε τα ρούχα για να χωρέσουν»)
7. πιέζω με το πόδι, σκουντώ («πατάω φρένο»)
8. σπρώχνω κάτι για να υποχωρήσει («πατάει το κουμπί της μηχανής»)
9. πιέζω, δίνω βάρος από πάνω («γιατί πατάς την πένα, όταν γράφεις;»)
10. σιδερώνω («μού πάτησε λίγο το σακάκι»)
11. συμπιέζω, συνθλίβω, ζουλάω («πάτησα το σπειρί κι έσπασε»)
12. τραυματίζω από σύνθλιψη («το άλογο το πάτησε το σαμάρι»)
13. (για οχήματα) παρασύρω με τους τροχούς, καταπλακώνω («τον πάτησε το αυτοκίνητο»)
14. πηγαίνω, συχνάζω κάπου («δεν πατάει στην εκκλησία»)
15. φρ. α) «δεν πατάει χάμου» — λέγεται για αλαζόνα
β) «δεν πατάς καλά» — δεν συμπεριφέρεσαι σωστά
γ) «πατώ στα κάρβουνα» — κατέχομαι από μεγάλη ανησυχία και φόβο περιμένοντας κάτι
δ) «πάτησε στην πίτα» ή «στην αγκινάρα» — αστόχησε στις επιδιώξεις του, απέτυχε με γελοίο τρόπο
ε) «πατάω πόδι» — απαιτώ κάτι έντονα και με επιμονή, προβάλλω έντονη αξίωση και επιβάλλω τη θέλησή μου
στ) «μέ πάτησες και μέ ξενύχιασες» — πάτησες πάνω στο πόδι μου, στα δάχτυλα μου
ζ) «πατείς με πατώ σε» — λέγεται για μεγάλο συνωστισμό
η) «τον πάτησα στον κάλο» ή «του πάτησα τον κάλο» — τον έθιξα σε ευαίσθητο σημείο
θ) «πάτησα μια δουλειά...» — εργάστηκα υπερβολικά
ι) «πάτησα φαΐ για δέκα» — έφαγα όσο δέκα άνθρωποιια) «του πάτησα ένα ξύλο...» — τον έδειρα πολύ
ιβ) «του πάτησα ένα βρισίδι...» — τον καθύβρισα
ιγ) «του πάτησα μια κατσάδα...» — του έκανα έντονη επίπληξη
νεοελλ.-αρχ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπατημένος, -η, -ο(ν)
γνωστός από παλαιά, κοινός, πολύ συνηθισμένος (α. «ακολουθεί την πεπατημένη» — ακολουθεί την παράδοση
β. «πεπατημένοι ῥήσεις», Φίλ.)
αρχ.
1. βαδίζω, περπατώ
2. καταπατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ («βουλὴν πατήσεις», Αριστοφ.)
3. συχνάζω με αθέμιτο σκοπό κάπου, μεταχειρίζομαι ασεβώς κάτι («[Ἐρινύες] ἀπέπτυσαν εὐνὰς ἀδελφοῦ τῷ πατοῦντι δυσμενεῖς», Αισχύλ.)
4. συνθλίβω με τα πόδια, αλωνίζω («κριθὴν καλῶν πεπατημένην», πάπ.)
5. καταβάλλω, κατανικώ, εξοντώνω («θανάτῳ θάνατον πατήσας», απολυτ. Κυρ. Πάσχα)
6. μελετώ, ασχολούμαι με το έργο κάποιου («ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς... οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. πάτος (Ι) με τη σημ. «πυθμένας, πάτημα» έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το ρ. πατῶ (πρβλ. ἀπό-πατος < ἀπο-πατῶ, περί-πατος < περι-πατῶ). Κατ' άλλη, αντίθετη άποψη, το ρ. πατῶ παράγεται από το ουσ. πάτος (Ι), το οποίο, με τη σημ. «μονοπάτι, δρόμος που πατιέται συχνά», θεωρείται παρλλ. τ. της λ. πόντος. Η άποψη αυτή θα μπορούσε πιθ. να οδηγήσει σε μια ετυμολόγηση τών λ. πάτος, πατῶ, προσκρούει, όμως, σε σημασιολογικές δυσχέρειες].