ἄσηπτος
English (LSJ)
ἄσηπτον,
A not liable to decay or not liable to corruption, Hp.Fist.4, X.Cyn. 9.13 (Sup.), Arist.HA521a1, etc.; ξύλα ἄσηπτα, of Acacia tortilis, LXX Ex. 25.5, cf. Thphr.HP4.2.8: Sup., κέδρος Ph.2.147.
2 undigested, σιτία Hp.Aff.24.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no digerido σιτία Hp.Aff.24.
2 no podrido ῥάβδοι Herm.Sim.8.6.5
•incorrupto νεκροί Plu.2.665c.
II incorruptible θρίξ Hp.Fist.4, del esparto, X.Cyn.9.13, τὸ ... πῖον Arist.HA 521a1, τὰ κρέα Plu.2.659c, ξύλα LXX Ex.25.5, Ph.Qu.Gen.2.4.31, ἄκανθα Thphr.HP 4.2.8, κέδρος Ph.2.147.
German (Pape)
[Seite 369] = ἀσαπής, ξύλον ἀσηπτότατον Porphyr. bei Stob. ecl. 1, 4, 56; unverdaut, Hippocr.
Greek Monolingual
-ον (AM ἄσηπτος, -ον) σήπω
αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «κέδρος άσηπτος»)
αρχ.
(για τροφές) εκείνος που δεν χωνεύεται.
Russian (Dvoretsky)
ἄσηπτος: не подверженный гниению, не гниющий Xen., Arst., Plut.