ἄσκη

English (LSJ)

ἡ, = ἄσκησις, Pl.Com.234.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
ejercitación, entrenamiento en el gimnasio, Pl.Com.262, cf. Arc.106.25, Hsch.

German (Pape)

[Seite 371] ἡ, = ἄσκησις; Plat. com., bei Poll. 3, 154 getadelt.

Greek Monolingual

ἄσκη, η (Α)
η άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικό παράγωγο του ασκώ].