ἄστηλος

English (LSJ)

ἄστηλον, without tombstone, AP7.479 (Theodorid.).

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene estela funeraria, ἄστηλος περ ἐοῦσα AP 7.479 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 376] (στήλη), ohne Säule, bes. ohne Grabstein, Anth., z. B. Theorids. 18 (VII, 479).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans cippe funéraire.
Étymologie: , στήλη.

Greek Monolingual

ἄστηλος, -ον (Α)
χωρίς επιτύμβια στήλη.

Greek Monotonic

ἄστηλος: -ον (στήλη), αυτός που δεν έχει επιτύμβια στήλη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστηλος: без надгробной стелы (πέτρος Anth.).

Middle Liddell

στήλη
without tombstone, Anth.