ἄφερνος

English (LSJ)

ἄφερνον, dowerless, Hsch. s.v. ἄεδνον.

Spanish (DGE)

-ον carente de dote Hsch.s.u. ἄεδνον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφερνος: -ον, ἄνευ προικός, Ἡσύχ. ἐν λἐξει ἄεδνον.