ἄωρτο
English (LSJ)
Ep. plpf. Pass. of ἀείρω.
Spanish (DGE)
v. αἴρω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. Pass. poét. de ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἄωρτο: эп. ppf. pass. к ἀείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄωρτο: Ἐπ. παθ. ὑπερσυντ. τοῦ ἀείρω, Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσι μάχαιραν, ἥ οἱ παρ’ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο, ἐκρέματο, Ἰλ. Γ. 272.
English (Autenrieth)
see ἀείρω.
Greek Monotonic
ἄωρτο: Επικ. Παθ. υπερσ. του ἀείρω.