χείρεσι

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek (Liddell-Scott)

χείρεσι: Ἐπικ. δοτ. πληθ. τοῦ χείρ, ἥπτετο χείρεσι γούνων Ἰλ. Υ. 468.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. poét. de χείρ.