ἅμερος
English (LSJ)
Doric for ἥμερος.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἥμερος.
Russian (Dvoretsky)
ἅμερος: (ᾱ) 2, редко 3 дор. = ἥμερος.
Greek (Liddell-Scott)
ἅμερος: Δωρ. ἀντὶ ἥμερος.
English (Slater)
ᾱμερος codd.: ἥμερος passim Schroeder: sed v. Forssmann, 41 f.
Greek Monotonic
ἅμερος: Δωρ. αντί ἥμερος.