ἅμερος

English (LSJ)

Doric for ἥμερος.

German (Pape)

[Seite 122] dor. für ἥμερος, Pind.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἥμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἅμερος: (ᾱ) 2, редко 3 дор. = ἥμερος.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμερος: Δωρ. ἀντὶ ἥμερος.

English (Slater)

ᾱμερος codd.: ἥμερος passim Schroeder: sed v. Forssmann, 41 f.

Greek Monotonic

ἅμερος: Δωρ. αντί ἥμερος.