ἅττα

English (LSJ)

for ἅσσα, = ἅτινα, Pl.Com. 49, etc.

French (Bailly abrégé)

att. p. ἅτινα plur. neutre de ὅστις.

Russian (Dvoretsky)

ἅττα: (= ἅτινα, pl. n к ὅστις) которые, какие, что: οὐκ οἶδ᾽ ἅ. σοφίζει Plat. не знаю, о чем ты толкуешь.

German (Pape)

für ἅτινα, ion. ἄσσα und ἅσσα. Bei Hom. ἅσσα Il. 1.554, 9.367, 10.208, 409, 20.127, Od. 5.188, 7.197; ὁπποῖ' ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο Od. 19.218. Häufig in Prosa, gew. ἄττα mit einem nomen, doch auch allein, λέγειν ἄττα Plat. Soph. 236e; γεωμετρίας ἄττα Theaet. 145c; bei Zahlwörtern, ungefähr, τέτταρ' ἄττα ῥεύματα Phaed. 112e.