ἄττα

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄττα Medium diacritics: ἄττα Low diacritics: άττα Capitals: ΑΤΤΑ
Transliteration A: átta Transliteration B: atta Transliteration C: atta Beta Code: a)/tta

English (LSJ)

(A), Att. for ἄσσα, (q.v.).
II ἅττα for ἅσσα, = ἅτινα, Pl.Com.49, etc.(B), a salutation used to elders, father, ἄττα γεραιέ Il.9.607, cf. Od.16.31, etc.; said to be Thess. by Eust.777.54. (From child-language.)

Spanish (DGE)

(ἄττᾰ)
abuelo término cariñoso y familiar aplicado a ancianos ἄττα γεραιέ de Fénix Il.9.607, 17.561, ἔσσεται οὕτως, ἄττα de Eumeo Od.16.31, ἄττα γέρον Call.SHell.264.3, Epigr.1.3, voz tes. según Eust.777.54.
• Etimología: Voz del lenguaje infantil equivalente a lat. atta, het. attaš, gót. atta, aesl. otĭcĭ alb. at.
v. ἄσσα.

German (Pape)

[Seite 389] att. für τινά, ἄττα, für ἅτινα, ion. ἄσσα u. ἅσσα. Bei Hom. ἅσσα Iliad. 1, 554. 9, 367. 10, 208. 409. 20, 127 Od. 5, 188. 7, 197; ὁπποῖ' ἄσσα περὶ χροῒ εἵματα ἕστο Od. 19, 218. Häufig in Prosa, gew. ἄττα mit einem nomen, doch auch allein, λέγειν ἄττα Plat. Soph. 236 e; γεωμετρίας ἄττα Theaet. 145 c; bei Zahlwörtern, ungefähr, τέτταρ' ἄττα ῥεύματα Phaed. 112 e. freundliche Anrede jüngerer Männer an ältere: guter Vater, lieber Alter, Hom., vgl. Scholl. Ariston. Iliad. 9, 607. S. auch ἄππα.

French (Bailly abrégé)

att. p. τινά plur. neutre de τις indéfini;
quelques, certains : ἄλλ' ἄττα PLAT certaines autres choses ; τοιαῦτ' ἄττα PLAT certaines choses analogues.
2voc. masc. sg.
bon père, cher père ! terme de salut affectueux pour les vieillards.
Étymologie: cf. lat. atta.

English (Autenrieth)

a term of endearment used in addressing elders, ‘father,’ ‘uncle.’

Greek Monolingual

(I)
ἄττα (Α)
(ως προσφώνηση ηλικιωμένων προσώπων) παππούλη, πατερούλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστική λ. της παιδικής γλώσσας (πρβλ. άππα, άπφα, πάππα) σε αντίθεση προς το αυστηρό και επίσημο πατήρ. Η λ. με πλήρη μορφολογική και σημασιολογική αντιστοιχία μαρτυρείται σε πολλές άλλες ινδοευρ. γλώσσες (πρβλ. λατ. atta, χεττ. attas, γοτθ. atta και με επιθηματική παρέκταση αρχ. σλ. otĭcĭ). Αν γίνει δεκτό ότι αρχικά η λ. σήμαινε τον «(ανα)τροφέα», τότε η λ. αποτελεί ίσως τη βάση σχηματισμού των αταλός, ατάλλω κ.λπ.].
(II)
ἄττα και ἄσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αόριστης αντωνυμίας τις αντί του τ. τινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄσσα (αττ. άττα) της αόρ. αντων. τις, όπως και ο τ. ἅσσα (αττ. άττα) της αναφορικής αντων. όστις, προέρχονται από λανθασμένη τμήση του οπποῖά σσα σε οποῖ' άσσα, όπου το -σσα είναι ο πληθ. ουδ. τι-α αντί τινά του τις (πρβλ. μεγαρ. σα, βοιωτ. τα)].
(III)
ἅττα και ἅσσα (Α)
πληθ. ουδ. της αναφορικής αντωνυμίας όστις αντί του τ. άτινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αόρ. αντων. άττα].

Greek Monotonic

ἄττα: Αττ. αντί ἄσσα = τινά, κάποιος, σε Πλάτ.
ἄττα: προσφώνηση που χρησιμ. προς τους μεγαλυτέρους, λέγεται για τον πατέρα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄττα:
I (только voc. sing.) папаша, отец (обращение к старшим по возрасту) Hom.
II и ἄσσα (= τινά, pl. n к τις) несколько, некоторые, кое-что: σμίκρ᾽ ἄ. Arph., Plat., Arst. кое-какие мелочи, кое-что; τοιαῦτ᾽ ἄ. Plat. нечто в этом роде; τρί᾽ ἄ. Plat. около трех.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: m.
Meaning: Voc. father (Il.).
Other forms: Acc. ἄττειν grandfather Thespiae.
Dialectal forms: Thess. acc. to Eust. 777, 54, used to address your foster father.
Origin: IE [Indo-European] [71] atta father
Etymology: Elementary Lallwort, found in several IE languages; may be inherited: Lat. atta and, with inflection, Hitt. attaš, Germ., e. g. Goth. atta, -ins etc..; with suffix OCS. otьcь. Cf.. Chantraine REGr. 59-60, 244. S. also ἄππα and W.-Hofmann s. atta.
2. = τινὰ, ἅττα = ἅτινα.
See also: τίς

Middle Liddell

a salutation used to elders, father, Hom.

Frisk Etymology German

ἄττα: 1.
{átta}
Meaning: Vok. Väterchen (Hom.).
Etymology: Familiäres Lallwort elementarer Natur, das u. a. in mehreren indogerm. Sprachen wiederkehrt und ohne Zweifel ein gemeinsames Erbstück darstellt: lat. atta und, mit durchgeführter Flexion, heth. attaš, germ., z. B. got. atta, -ins usw.; mit suffixaler Erweiterung aksl. otьcь. Vgl. Chantraine REGr. 59-60, 244. S. auch ἄππα und W.-Hofmann s. atta.
Page 1,182
2.
{átta}
Meaning: = τινὰ, ἅττα = ἅτινα.
See also: S. τίς.
Page 1,182