Ἀχαιΐς

English (LSJ)

ΐδος, ἡ,
A the Achaian land, with or without γαῖα, Il.1.254, 3.75, etc.
2 (sc. γυνή) Achaian woman, Ἀχαιΐδες οὐκέτ' Ἀχαιοί 2.235, etc.:—also Ἀχαιϊάς, άδος, 5.424, etc.

Spanish (DGE)

-ίδος v. Ἀχαΐς.

French (Bailly abrégé)

ion. c. Ἀχαΐς.

Greek Monotonic

Ἀχαιΐς: -ίδος, ἡ,
1. η Αχαϊκή γη, με ή χωρίς γαῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. (ενν. γυνή), η Αχαιή γυναίκα, στο ίδ.· επίσης Ἀχαιάς, -άδος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀχαιΐς: ίδος эп.-ион. = Ἀχαΐς I, II.