ἐΰβροχος
English (LSJ)
ἐΰβροχον, well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).
Greek Monolingual
ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.
ἐΰβροχον, well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).
ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.