ἐγκέχοδα

English (LSJ)

v. ἐγχέζω. ἐγκεχρημένος, v. ἐγχράω.

Spanish (DGE)

v. ἐγχέζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκέχοδα: ἴδε τὸ ῥῆμα ἐγχέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκέχοδα: pf. к ἐγχέζω.