ἐγκαιρία
English (LSJ)
ἡ, seasonableness, favourable occasion, opp. ἀκαιρία, Pl.Plt. 305d; τροφῆς Aret.CA1.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἐγκαιρίη Aret.CA 1.1.6
ocasión propicia, momento oportuno op. ἀκαιρία Pl.Plt.305d, τῆς τροφῆς Aret.l.c.
German (Pape)
[Seite 704] ἡ, die gelegene, rechte Zeit, das Angemessene, der ἀκαιρία entgeggstzt, Plat. Polit. 305 d.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαιρία: ἡ подходящее время, удобный момент (ἐγκαιρίαι καὶ ἀκαιρίαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαιρία: ἡ, ἁρμόδιος καιρός, ἀντίθετον τῷ ἀκαιρία, Πλάτ. Πολιτ. 305D.
Greek Monolingual
ἐγκαιρία, η (AM)
κατάλληλος καιρός.