ἐγκατάσκηψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, sudden attack, Philum.Ven.4.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
ataque, acometida, irrupción τοῦ ὑδροφοβικοῦ πάθους Dsc.Ther.3 (= Philum.Ven.4.6).

German (Pape)

[Seite 706] ἡ, das Einbrechen, der Anfall, πάθους ὑδροφόβου Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάσκηψις: -εως, ἡ, αἰφνίδιος προσβολή, Διοσκ. 7. 4.