ἐγκαταδέω

English (LSJ)

bind fast in, τινί Pl.Phd. 84a, Them. Or.23.297a (Pass.), Opp.H.3.201.

Spanish (DGE)

atar fuertemente, encadenar fig., c. dat. λύπαις ἑαυτὴν πάλιν αὖ ἐγκαταδεῖν Pl.Phd.84a, πολλοὺς ... αἴσχεσιν ἐγκατέδησε Opp.H.3.201, τὸν τοῖς τῆς δουλείας ἐγκαταδέοντα ζυγοῖς Cyr.Al.M.68.192C, en v. pas. ὑπὸ ἀγνοίας αὐτοῖς (βρόχοις) οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταδοῦνται Them.Or.23.297a.

German (Pape)

[Seite 705] (s. δέω), an Etwas festbinden, τινί, Plat. Phaed. 84 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

lier solidement dans ou à, τινι.
Étymologie: ἐν, καταδέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκαταδέω: привязывать (sc. ἑαυτοῦ ταῖς ἡδοναῖς καὶ λύπαις Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταδέω: μέλλ. -δήσω, δένω στερεῶς εἴς τι, τινι Πλάτ. Φαίδων. 84Α.

Greek Monolingual

ἐγκαταδέω (Α)
δένω σταθερά.

Greek Monotonic

ἐγκαταδέω: μέλ. -δήσω, δένω σταθερά σε, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -δήσω
to bind fast in, Plat.