ἐγκατειλέω

German (Pape)

[Seite 706] darin ein-, verwickeln, Arist. mund. 4.

Spanish (DGE)

c. dat. loc. encerrar, comprimir en v. pas. πνεῦμα ... ἐγκατειλήθη τοῖς ταύτης (γῆς) κοιλώμασι Arist.Mu.395b34, ᾧ (τὸ γεῶδες) τὸ πῦρ ἐγκατειλεῖσθαι συμβέβηκεν Ph.2.504 (var.).