encerrar
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Spanish > Greek
ἀμφικατέργω, ἀντικατακλείω, ἀποκλείω, ἀποκλῄζω, ἀποκωλύω, ἀπολαμβάνω, ἀσφαλίζω, διεγκόπτω, ἐγκαθείργνυμι, ἐγκαθείργω, ἐγκαλύπτω, ἐγκατακλείω, ἐγκατειλέω, ἐγκατορύσσω, ἐγκλείω, ἐγκολπέομαι, ἐγκολπίζω, εἰλέω, εἵργνυμι, εἰσκλείω, ἐκκλείω, ἐκπεριλαμβάνω, ἔλλω, ἐμπεριλαμβάνω, ἐνδεσμεύω, ἐνείργω, ἐνελίσσω, κατακλᾴζω, κατακλῄω