ἐγκολαπτός
English (LSJ)
ἐγκολαπτόν, engraven, sculptured, ἱστορία Ath. 11.781e, cf. Inscr.Prien.37.168 (ii B. C.), LXX 3 Ki.6.28(29).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 esculpido, grabado en una copa ἱστορία Ath.781e
•subst. neutr. plu. τὰ ἐ. grabados en las paredes, LXX 3Re.6.28, 32.
2 marcado ὅροι IPr.37.168 (II a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκολαπτός: -όν, ἐγκεχαραγμένος, γλυπτός, Ἀθήν. 781Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 2905D. 11.
Greek Monolingual
ἐγκολαπτός, -ή, -όν (AM)
γλυπτός, σκαλιστός.
German (Pape)
eingegraben, ἱστορία ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI.781e, und Sp.