ἐγκύησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, germination, in plants, Thphr. CP 1.6.3.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ germinación de las plantas, Thphr.CP 1.6.3.

German (Pape)

[Seite 711] ἡ, Schwangerschaft, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκύησις: -εως, ἡ, κύησις, κυοφορία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 3.

Greek Monolingual

ἐγκύησις (-εως), η (Α)
κυοφορία.