κύησις
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A conception, joined with γέννησις, Pl.Plt. 274a, cf. Mx.238a, Arist.PA 689a18, GA721a20, al., Corn.ND24 (pl.); pregnancy, PLond.2.361.6 (i A.D.): metaph., πρὸς ἀρετῆς κύησιν Plu.2.3a codd. (leg. κτῆσιν).
II = κύημα II, Thphr. HP 6.4.8.
German (Pape)
[Seite 1525] ἡ, das Schwangersein, die Schwangerschaft; Plat. Polit. 247 a, neben γέννησις, wie Menex. 238 a; Plut. Caes. 61 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
grossesse.
Étymologie: κυέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύησις -εως, ἡ [κυέω] conceptie;. κ. καὶ γέννησις de conceptie en het baren Plat. Menex. 238a.
Russian (Dvoretsky)
κύησις: εως ἡ
1 беременность (ἡ κ. καὶ γέννησις Plat.; αἱ κυήσεις ὀλιγοχρόνιοι Arst.);
2 перен. вынашивание в себе (ἀρετῆς Plut.).
Greek Monotonic
κύησις: -εως, ἡ, σύλληψη, κύηση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κύησις: -εως, σύλληψις, συναπτόμενον μετὰ τοῦ γέννησις, Πλάτ. Πολιτ. 274Α, Μενέξ. 238Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 48, π. Ζ. Γεν. 1. 16, 3, κ. ἀλλ.· ― μεταφ. πρὸς ἀρετῆς κύησιν Πλούρ. 2. 3Α.
Middle Liddell
κύησις, εως
conception, Plat.