ης, η, aor.2 of *δάω.
v. δαῆναι.
v. *δάω.
ἐδάην: aor. pass. к *δάω.
ἐδάην: -ης, -η, ἀόρ. β΄ τοῦ *δάω, Ὁμ.
see ΔΑ.
ἐδάην: αόρ. βʹ του *δάω.