ἐθήμων
English (LSJ)
ἐθήμον, gen. ονος,
A accustomed, c. dat., ἐλπίδι Musae.312: c. gen., κυδοιμοῦ Nonn. D. 36.464.
2 customary, ib.1.433, al.
Spanish (DGE)
-ον
1 c. gen. o dat. acostumbrado a, habituado a κυδοιμοῦ εἰναλίου Nonn.D.36.464, πόνοις βριαροῖσιν Nonn.D.37.134.
2 habitual, acostumbrado ἠχώ Nonn.D.1.433, νύμφη Musae.312, Ἄρης GDRK 34.8.
German (Pape)
[Seite 720] ον, gewohnt, Mus. 312 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
ἐθήμων: -ον, γεν. ονος· «ἔμπειρος, συνήθης» Ἡσύχ., συνειθισμένος, ἐθήμονος ἐλπίδι νύμφης Μουσαῖος 312.
Greek Monolingual
ἐθήμων, -ον (Α) έθος
1. ο συνηθισμένος σε κάτι
2. συνήθης.