ἐθελοκωφεύω

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοκωφεύω: προσποιοῦμαι τὸν κωφόν, κάμνω ὅτι δὲν ἀκούω, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 202, Στράβων 36.