ἐθημοσύνη

English (LSJ)

ἡ, custom, Hsch., Suid.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ costumbre Hsch., Sud.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, Gewohnheit, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθημοσύνη: ἡ, «συνήθεια» Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἐθημοσύνη, η (Α) εθήμων
η συνήθεια.