ἐκβεβαίωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, confirmation, Id.2.85c.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ confirmación, seguridad Plu.2.85c.

German (Pape)

[Seite 754] ἡ, die Bestätigung, Plut. prof. virt. p. 266.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affermissement.
Étymologie: ἐκβεβαιόομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβεβαίωσις: εως ἡ уверенность: τοῦ συνειδότος ἐκβεβαίωσιν ἔχειν Plut. быть уверенным в себе.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβεβαίωσις: -εως, ἡ, ἐπιβεβαίωσις, Πλούτ. 2. 85C.

Greek Monolingual

ἐκβεβαίωσις, η (Α)
επιβεβαίωση, επικύρωση.